Ali
Ali (Συρία), 2017, Ψηφιακή εκτύπωση μελάνης αρχειακών προδιαγραφών, 160 x 120 εκ.

Ali
40 ετών
Συρία

Όταν με ενημέρωσαν για το πρόγραμμα στο Μουσείο1, δεν ήμουν σίγουρος αν ήθελα να το παρακολουθήσω. Δεν είχα ξαναπάει σε μουσείο και τα προηγούμενα χρόνια δεν είχα δει ποτέ κάποια έκθεση. Όμως, κάτι με ώθησε να πάω στις πρώτες συναντήσεις και μετά να αποφασίσω. Έτσι, διαπίστωσα ότι υπάρχει κάτι καινούργιο να κάνω το οποίο είναι ενδιαφέρον. Είχα τη δυνατότητα να γνωρίσω ανθρώπους και να μάθω καινούργια πράγματα. Με τις συζητήσεις που κάναμε και τις ιδέες και εμπειρίες που μοιραστήκαμε με την ομάδα, μπόρεσε η σκέψη μου να καθαρίσει από τις έννοιες. Μου δόθηκε η ευκαιρία να σκεφτώ κάτι διαφορετικό και ίσως να αλλάξω τον τρόπο με τον οποίο βλέπω τα πράγματα.

Είχε ενδιαφέρον που καθένας από εμάς2 έβλεπε τα έργα με τον δικό του τρόπο. Εγώ, για παράδειγμα, κοιτάζοντας το έργο της Μπίας Ντάβου, Ιστία,σκέφτηκα ότι κάπως έτσι είναι ο χάρτης της Συρίας. Στο έργο της Ντάβου, κάθε ένα από τα ιστία καταλαμβάνει τον δικό του ξεχωριστό χώρο· έχει τα δικά του όρια όπως και το δικό του χρώμα. Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και στον χάρτη της Συρίας, ο οποίος είναι διαιρεμένος σε Κυβερνεία και Επαρχίες· κάθε Κυβερνείο και κάθε Επαρχία σημειώνεται πάνω στον χάρτη με το δικό του χρώμα και τα δικά του σύνορα.

Πριν από τον πόλεμο, στη Συρία, ζούσαμε χριστιανοί και μουσουλμάνοι αρμονικά. Στη γειτονιά μου υπήρχε και εκκλησία και τζαμί. Είχα γείτονες που ήταν χριστιανοί και μεταξύ μας δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα. Η μια οικογένεια συμμετείχε στη γιορτή και στο πένθος της άλλης. Στην περιοχή αυτή, πάντα, από τα αρχαία χρόνια, συνυπήρχαν διαφορετικές θρησκείες και διαφορετικοί πολιτισμοί. Όλα αυτά που γίνονται σήμερα δεν έχουν ξεκινήσει από τον λαό. Δεν πιστεύω πως στην πραγματικότητα η αιτία του πολέμου είναι θρησκευτική.

Από τα έργα που είδαμε στο Μουσείο3, αυτό που με συγκίνησε περισσότερο είναι Το κουτσό του Βλάση Κανιάρη. Πιστεύω ότι αυτό το έργο εκφράζει κάθε πρόσφυγα. Προσωπικά, μου θύμισε το πώς ακριβώς ένιωσα τη στιγμή που έφτασα στην Τουρκία. Δεν γνώριζα κανέναν, ήμουν άγνωστος μεταξύ αγνώστων, δεν ήξερα τη γλώσσα, δεν ήξερα τι να κάνω, από πού να αρχίσω και πώς να συνεχίσω. Η βαλίτσα μου ήταν το μόνο αντικείμενο στο οποίο μπορούσα να ακουμπήσω, να ξαποστάσω και να σκεφτώ για λίγο.

Μπορώ να πω ότι ταυτίστηκα με τον άντρα που είναι καθισμένος σκυφτός πάνω στη βαλίτσα του, σα να τον βασανίζει η απόφαση που πρέπει να πάρει, το δίλημμα για το αν πρέπει να μείνει στην πατρίδα του ή να φύγει. Και εγώ βίωσα αυτό το δίλημμα. Το να φύγω δεν ήταν για μένα μια εύκολη απόφαση, είχα τις αμφιβολίες μου. Έπρεπε να αφήσω πίσω τη γυναίκα μου και τις δυο μου κόρες. Αυτή η αμφιβολία υπάρχει ακόμη μέσα μου. Ακόμα και τώρα κάποιες φορές σκέφτομαι μήπως δεν ήταν σωστή απόφαση να κάνω αυτό το ταξίδι και να φύγω μακριά τους. Όμως, αν το ένα μου χέρι βάραινε από την έννοια της γυναίκας μου και των παιδιών μου και το βάρος αυτό με απέτρεπε απ’ το να φύγω, από το άλλο χέρι με τραβούσε η ανάγκη μου να μην πάρω μέρος σε τέτοιον πόλεμο. Είμαι άνθρωπος που δεν μου αρέσει η βία, δεν θέλω να κρατάω όπλο, δεν θέλω να κάνω κακό σε κανέναν, δεν μου αρέσει το αίμα. Θέλω να ζήσω μια ζωή ειρηνική και ασφαλή, μαζί με την οικογένειά μου.

Δεν είναι μόνο που έχω αφήσει πίσω τη γυναίκα μου και τα παιδιά μου. Αυτό που με στενοχωρεί περισσότερο είναι ότι έχουν πλέον περάσει δύο χρόνια που έχω φύγει από τη Συρία και δεν έχω ακόμη καταφέρει να κάνω κάτι για την οικογένειά μου, να μπορέσω να φέρω εδώ τη γυναίκα μου και τις κόρες μου. Θέλω να εγκατασταθώ κάπου μόνιμα, να βρω μια δουλειά για να μπορέσουμε πλέον να ζήσουμε όλοι μαζί σε ένα ασφαλές μέρος. Δεν με απασχολεί το πού θα εγκατασταθώ, αρκεί να είμαστε όλοι μαζί ασφαλείς. Ανησυχώ για τη γυναίκα μου, γιατί είναι μόνη της με τις δύο κορούλες μας. Δεν ξέρω πώς τα βγάζει πέρα. Μιλάω μαζί τους πρωί, μεσημέρι, βράδυ. Θέλω να μαθαίνω τι κάνουν, αν έφτασαν σπίτι, τι έφαγαν. Η γυναίκα μου εργάζεται, είναι δασκάλα, η μεγάλη μου κόρη είναι έξι ετών και πηγαίνει πρώτη δημοτικού και η μικρή είναι τεσσάρων και πηγαίνει νηπιαγωγείο. Για μια εργαζόμενη γυναίκα χωρίς καμία βοήθεια δεν είναι εύκολα τα πράγματα και είναι μεγάλη η ευθύνη για εκείνη. Και το μέρος στο οποίο βρίσκεται το σπίτι μας δεν είναι απολύτως ασφαλές.

Τον τελευταίο ενάμιση μήνα, ζω σε ένα κτίριο, σε ένα δωμάτιο μόνος μου. Είμαι πολύ χαρούμενος που το δωμάτιο έχει μπαλκόνι στο οποίο μπορώ να κάθομαι και να ξεχνιέμαι. Κάθε πρωί που ξυπνάω, όπως και το απόγευμα, πίνω εκεί τον καφέ μου και ακούω μουσική. Βλέπετε και στη Συρία είχα τη συνήθεια να παίρνω τον καφέ μου στη βεράντα και να ακούω μουσική. Εκεί άκουγα τραγούδια της Fairuz, μιας διάσημης τραγουδίστριας στη Συρία, εδώ κάποιες φορές ακούω ελληνικά και, κάποιες άλλες, τραγούδια από τη Συρία. Όταν έφυγα από το camp, το πρώτο πράγμα που ήθελα να δω ήταν αν το δωμάτιο που θα μου έδιναν θα έχει βεράντα. Είναι το αγαπημένο μου μέρος του σπιτιού. Στο μπαλκονάκι μου στην Αθήνα, έχω τη δυνατότητα να συνεχίζω την αγαπημένη συνήθεια που έχω από την πατρίδα. Έτσι, ακόμη κι αν το δωμάτιο είναι μικρό, το ότι μπορώ να συνεχίζω αυτή τη ρουτίνα με κάνει να αισθάνομαι ότι είμαι σπίτι μου. Τις προάλλες που έβρεχε, απολάμβανα τον φθινοπωρινό καιρό4, μου άρεσε η αίσθηση της βροχής στη βεράντα. Με έκανε να σκέφτομαι ακόμα πιο έντονα πόσο όμορφα θα ήταν αν είχα εδώ τις κορούλες μου να τις πηγαίνω βόλτα στην Αθήνα, στους δρόμους της πόλης, στο Allou Fun Park, στη θάλασσα.

 

Αναφέρεται στο Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης.
Αναφέρεται στην ομάδα κατά τις συναντήσεις της οποίας στο Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης καταγράφηκε η αφήγησή του.
Αναφέρεται στο Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης.
Η αφήγηση καταγράφηκε το Φθινόπωρο του 2017.