Patricia
Patricia (Καμερούν), 2017, Ψηφιακή εκτύπωση μελάνης αρχειακών προδιαγραφών, 120 x 180 εκ.

Patricia
34 ετών
Καμερούν

Ξεκίνησα από το Καμερούν. Μέσω Τουρκίας, έφτασα στη Λέσβο όπου έμεινα για τρεις εβδομάδες, ενώ τους τελευταίους τέσσερις μήνες ζω στην Αθήνα. Μου αρέσει που είμαι εδώ γιατί αισθάνομαι ότι έχω περισσότερες επιλογές· αισθάνομαι μεγαλύτερη ελευθερία. Και πιστεύω ότι τα πράγματα θα γίνουν ακόμη καλύτερα για μένα όταν μάθω τη γλώσσα για να μπορώ να επικοινωνώ και, κάποια στιγμή, να μπορέσω να εργαστώ.

Έχω έντονη επιθυμία να πετύχω και γι’ αυτό μαθαίνω Ελληνικά. Έχω επίγνωση ότι τα πράγματα δεν θα είναι εύκολα και αυτό πιστεύω δεν έχει να κάνει [μόνο] με την Ελλάδα. Σε οποιαδήποτε ευρωπαϊκή χώρα κι αν βρισκόμουν, στην αρχή θα ήταν δύσκολα. Έτσι κι αλλιώς, κάθε νέα αρχή έχει τις δυσκολίες της. Στη χώρα μου, δεν μπορούσα να εκφραστώ ελεύθερα, ενώ, από την πρώτη στιγμή που πάτησα σε ελληνικό έδαφος, μου δημιουργήθηκαν θετικά συναισθήματα και πήρα την απόφαση να μείνω εδώ. Στη ζωή μου έχω μάθει να παλεύω και ξέρω ότι πολλές φορές χρειάζεται να αγωνίζεσαι ακόμη και ενάντια στον εαυτό σου για να πετύχεις αυτό που θέλεις. Το ίδιο θα κάνω και τώρα και πιστεύω ότι όλα θα πάνε καλά στο τέλος.

Ήδη, με τη βοήθεια της ψυχολόγου που με στηρίζει, έχω καταφέρει να γεμίζω την ημέρα μου με δραστηριότητες και να μαθαίνω καινούργια πράγματα. Αυτό είναι πολύ σημαντικό γιατί μου δίνει δύναμη. Η μέρα μου ξεκινάει από νωρίς το πρωί, στο σπίτι. Αφού κάνω την προσευχή μου, παίρνω πρωινό, ακούω μουσική και μελετάω Ελληνικά. Στη συνέχεια, ανάλογα με το πρόγραμμα κάθε ημέρας, πηγαίνω στο μουσείο για το πρόγραμμα στο οποίο συμμετέχω, ύστερα στο μάθημα Ελληνικών, και το απόγευμα είναι ελεύθερο να κάνω μια βόλτα ή να γυρίσω σπίτι για να συνεχίσω τη μελέτη των Ελληνικών. Σύντομα θα ξεκινήσω και γυμναστική. Κάπως έτσι έχω φτιάξει την καθημερινότητά μου.

Αν και δεν είχα επισκεφτεί ποτέ πριν ένα μουσείο και δεν είχα προηγούμενη επαφή με την τέχνη, τα έργα που βλέπαμε και συζητούσαμε στο Μουσείο1 μου δημιουργούσαν έντονα συναισθήματα και μου έδιναν την αφορμή να επικεντρωθώ σε θέματα που με απασχολούν πολύ. Τα σκεφτόμουν ακόμα και όταν γύριζα σπίτι. Έβλεπα σε αυτά κομμάτια του εαυτού μου, κομμάτια της ζωής μου.

Όπως για παράδειγμα το έργο του Βλάση Κανιάρη, Το κουτσό, το οποίο αναφέρεται σε ένα παιχνίδι που παίζαμε και εμείς στην Αφρική – κυρίως τα κορίτσια, όχι τα αγόρια. Μέσα από αυτό, ο καλλιτέχνης θέλει να δείξει πώς αισθάνεται ένας ξένος σε μια ξένη χώρα. Δείχνει ανθρώπινες φιγούρες κουρασμένες, ταλαιπωρημένες, που έχουν πλάι τους τις βαλίτσες τους και αγωνίζονται, δίνουν μάχη για να προχωρήσουν στη ζωή τους. Το ίδιο γίνεται και στο παιχνίδι, το κουτσό, που θέλει προσπάθεια για να προχωρήσεις από το ένα τετραγωνάκι στο άλλο – θέλει αγώνα για να κερδίσεις.

Τα Μποτάρι της Κιμσούτζα μου θύμισαν τις βάρκες μέσα στις οποίες ξεκινούσαμε όλοι μαζί από την Τουρκία με προορισμό την Ελλάδα. Όπως και Η σχεδία του Μπιλ Βιόλα, μου έφερε στο μυαλό τη στιγμή που μόλις φτάσαμε στη στεριά, βγήκαμε από το φουσκωτό και κλαίγαμε όλοι μαζί από χαρά. Είναι ένα πολύ δυνατό συναίσθημα που δύσκολα περιγράφεται. Είναι η στιγμή που συνειδητοποιείς την ύπαρξή σου καθώς και το πόσο κοντά στο θάνατο μπορείς να βρεθείς ανά πάσα στιγμή. Όμως, μόλις πατήσαμε το πόδι στη στεριά, είχαμε ήδη σημειώσει την πρώτη μας νίκη – μια νίκη ενάντια στο θάνατο. Κάτι παρόμοιο είδα να συμβαίνει και στο έργο του Βιόλα, όταν οι τόσο διαφορετικοί μεταξύ τους άνθρωποι που βρέθηκαν στο ίδιο σημείο δέχτηκαν την ξαφνική επίθεση με το νερό. Το είδα σαν μια θεϊκή παρέμβαση, μια απειλή, ένα σοκ σταλμένο απ’ τον Θεό, ύστερα από το οποίο οι άνθρωποι  συνειδητοποιούν ότι πρέπει να είναι ενωμένοι για να αντιμετωπίζουν καλύτερα τον κίνδυνο. Το ίδιο ζήσαμε και εμείς μέσα στη βάρκα, στην αγριεμένη θάλασσα, όπου προσπαθούσαμε όλοι μαζί να σωθούμε.

Αυτό που ζήσαμε ήταν σαν μια μετάβαση από το σκοτάδι στο φως. Αυτό με έκανε να σκεφτώ η εικόνα  του έργου της Μόνα Χατούμ, Fix Ιt. Το φως συμβολίζει πάντα τη ζωή, την αναγέννηση. Όταν ανάβει το φως σε αυτόν τον χώρο με τα παλιά, σκουριασμένα αντικείμενα, μοιάζει με τη στιγμή που ξαναβγαίνεις στο φως, που ξαναβρίσκεις τον εαυτό σου ύστερα από μια βαθιά στοχαστική ή μια δύσκολη φάση της ζωής σου κατά την οποία έχεις βυθιστεί στο σκοτάδι.

Όμως, το έργο που με επηρέασε περισσότερο από όλα είναι το Heart in Heart της Γιάελ Καναρέκ, που μοιάζει με νυφικό κρεμασμένο από γάντζους. Έχει κάτι το σκληρό και βίαιο, δεν είναι καθόλου τρυφερό, χαρούμενο και ευχάριστο. Όταν έμαθα ότι επάνω στις κορδέλες είναι γραμμένες ερωτικές επιστολές δύο ανθρώπων που ζουν χωριστά, η σκέψη μου ταξίδεψε αμέσως στη δική μου σχέση, στη φίλη μου που έμεινε πίσω. Είναι η πρώτη φορά που βιώνω σχέση από απόσταση και διαπιστώνω πόσο επώδυνο είναι. Σκεφτόμαστε η μία την άλλη, επικοινωνούμε με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Όσο όμως περνάει ο καιρός απελπίζομαι, γιατί βλέπω ότι στην ουσία δεν μπορεί να υπάρξει σχέση. Όταν ζεις με τον άνθρωπό σου, όσο δύσκολο κι αν είναι κάποιες φορές και όσα προβλήματα κι αν υπάρχουν, έχεις τη δυνατότητα να τα αντιμετωπίσεις. Όταν είσαι μακριά, το πρόβλημα είναι μόνιμο. Δεν ξέρω ποιος εφηύρε τον έρωτα, αλλά είναι το πιο δύσκολο πράγμα πάνω στη γη. Στο Καμερούν λένε και κάτι άλλο: «ο έρωτας είναι ανόητος». Προκαλεί προβλήματα, σε αναστατώνει, μπορεί να σου κάνει ακόμη και κακό, ενώ οι όμορφες στιγμές είναι λίγες. Και ποιος δεν έχει κλάψει εξαιτίας του; Εγώ πάντως κλαίω συχνά. Για να μην σκέφτομαι, λοιπόν, την αγαπημένη μου, προσπαθώ να γεμίζω τον χρόνο μου με διάφορες δραστηριότητες ή δουλειές στο σπίτι. Κι έτσι ξεχνιέμαι.

Παρότι οι σκέψεις αυτές με έκαναν να κλαίω, τελικά, αισθάνθηκα θετικά. Μου δημιουργήθηκε ακόμη πιο έντονη επιθυμία να εργαστώ, να κερδίσω χρήματα και να μπορέσω να πάω για λίγες μέρες να δω την αγαπημένη μου και ύστερα να επιστρέψω πάλι στην Ελλάδα.

Ξέρω ότι όταν ζητάμε κάτι από τον Θεό με όλη μας τη δύναμη, εκείνος θα μας το δώσει. Και ξέρω ακόμη ότι η ευτυχία βρίσκεται πάντα μέσα μας και μας τη στέλνει ο Θεός.

 

Αναφέρεται στο Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης.