Reem
Reem (Συρία), 2017, Ψηφιακή εκτύπωση μελάνης αρχειακών προδιαγραφών, 120 x 185 εκ.

Reem
26 ετών
Συρία

Από την πρώτη στιγμή που είδα το έργο του Βλάση Κανιάρη, Το κουτσό, κατάλαβα ότι οι φιγούρες που δείχνει είναι πρόσφυγες, περιορισμένοι στο πλαίσιο που ορίζει η χώρα στην οποία βρέθηκαν. Τα όνειρά τους, η δυνατότητα επαγγελματικής αποκατάστασης, όλα καθορίζονται από το πλαίσιο που ορίζει η χώρα υποδοχής. Βλέπουμε μόνο άντρες γύρω από ένα παιχνίδι που καλούνται να παίξουν, όπως ακριβώς συνέβαινε αρχικά και στη Συρία: έφευγαν μόνο οι άντρες και ύστερα από δύο ή τρία χρόνια ακολουθούσαν και οι γυναίκες τους. Στη δική μου περίπτωση, αναγκάστηκα να παίξω αυτό το παιχνίδι μόνη μου. Έπρεπε να εγκαταλείψω την πατρίδα, το σπίτι, την οικογένειά μου. Και, βέβαια, δεν ήταν καθόλου εύκολη απόφαση. Ξέρετε, στη Συρία όλοι μας έχουμε χάσει κάποιο κοντινό μας πρόσωπο είτε στον πόλεμο, είτε στη θάλασσα, είτε επειδή βρίσκεται σε άλλη χώρα και έχουμε χάσει τα ίχνη του. Και οι περισσότεροι από εμάς που έχουμε φύγει και έχουμε φτάσει ως εδώ σώοι, έχουμε αφήσει πίσω τους γονείς μας που είναι ηλικιωμένοι και για αυτό δεν μπόρεσαν να κάνουν το ταξίδι. Τώρα δεν ξέρουμε καν αν ποτέ θα τους ξαναδούμε.

Θα μπορούσα να είμαι η φιγούρα του έργου στο βάθος δεξιά, εκείνη που δεν έχει καμία βαλίτσα στο πλάι της. Πέρασα μια τεράστια περιπέτεια μέχρι να φτάσω στην Ελλάδα. Διασχίζοντας τα βουνά της Συρίας, χρειάστηκε να περάσω από μία πόλη την οποία έχει καταλάβει ο ISIS, όπου έμεινα για δύο περίπου μήνες. Ήταν οι χειρότερες μέρες της ζωής μου. Έπρεπε να προσποιούμαι τη μουσουλμάνα. Έβγαλα το σταυρό που μου χάρισε η μητέρα μου πριν φύγω, φόρεσα μπούρκα και κρυβόμουν από σπίτι σε σπίτι, γιατί αν καταλάβαιναν ότι είμαι χριστιανή θα με εκτελούσαν στην πλατεία. Φοβόμουν πολύ, δεν κοιμόμουν καθόλου. Μέσα σε αυτό το διάστημα, ο διακινητής έκλεψε την τσάντα με όλα μου τα πράγματα: τα ρούχα, το κινητό, την ταυτότητα, όλα τα προσωπικά μου αντικείμενα. Ακόμα και τα αναμνηστικά που μου είχαν δώσει οι αδελφές μου, ακόμα και το σταυρό της μητέρας μου. Του ζήτησα να κρατήσει όλα τα άλλα και να μου δώσει πίσω τον σταυρό, αλλά εκείνος δεν το έκανε γιατί ήταν χρυσός.

Τώρα μένω σε ένα κτίριο στο κέντρο της Αθήνας. Ζήτησα να είμαι μόνη στο δωμάτιο, χωρίς συγκάτοικο, για να αισθάνομαι πιο άνετα. Έτσι έχω τον προσωπικό μου χώρο όπου ηρεμώ και αισθάνομαι ασφάλεια. Ακόμα και αν αυτόν τον χώρο δεν τον θεωρώ σπίτι μου – για μένα σπίτι είναι μόνο εκεί που βρίσκεται η μητέρα μου – εκεί, μετά από τόσες δύσκολες καταστάσεις που πέρασα, καταφέρνω να ονειρεύομαι. Όνειρό μου είναι να μπορέσω να τελειώσω τις σπουδές μου και να αποκτήσω ένα κοριτσάκι που θα το ονομάσω Μεριέμ, το όνομα της Παναγίας.

Το έργο της Μπίας Ντάβου1 με έκανε να νιώσω όπως ακριβώς ένιωθα μέσα στη βάρκα με την οποία ταξίδεψα από την Τουρκία στην Ελλάδα. Δεν είχε βέβαια πανί, αλλά η αίσθηση που μου δημιούργησε το έργο ήταν ακριβώς η ίδια. Μπορεί να σας κάνει εντύπωση αλλά αυτό είναι κάτι που νιώθουμε εμείς οι Σύριοι και, όπως φαντάζομαι, [νιώθουν] όλοι όσοι έχουν βιώσει παρόμοιες καταστάσεις: όποτε βλέπουμε κάποια εικόνα που δείχνει θάλασσα, θυμόμαστε το ταξίδι μας [και], όταν βλέπουμε μια βαλίτσα, θυμόμαστε τα πράγματα που πήραμε μαζί μας από την πατρίδα. Είναι μια δύσκολη ψυχολογική κατάσταση. Χρειαζόμαστε χρόνο για να την ξεπεράσουμε. Για αυτό, οτιδήποτε βλέπουμε, το συνδέουμε με τον πόλεμο και την περιπέτειά μας. Ακόμα και τώρα πετάγομαι στον ύπνο μου και νιώθω ότι βρίσκομαι στη Σύρια. Χρειάζομαι λίγο χρόνο ακόμη για να συνηθίσω και να το ξεπεράσω.

Μου αρέσει που βλέπουμε έργα γυναικών καλλιτεχνών. Πιστεύω πως κάθε γυναίκα, όπου κι αν ζει, θέλει να είναι δημιουργική και να συμβάλλει στο να αλλάξουν κάποια πράγματα ως προς τη θέση και το ρόλο της στην κοινωνία. Ακόμα και στις αραβικές χώρες, όπου οι γυναίκες παντρεύονται πολύ νωρίς και πρέπει να μένουν στο σπίτι – πολλές φορές από την ηλικία των έντεκα ετών – κάνουν όνειρα και προσπαθούν να αλλάξουν κάποια πράγματα, πρώτα μέσα τους κι έπειτα έξω, στην κοινωνία. Φυσικά, αυτό δεν είναι εύκολο. Κάθε κορίτσι μαθαίνει από τη μητέρα του πώς να φροντίζει το σπίτι και την υπόλοιπη οικογένεια και αυτό περνάει από γενιά σε γενιά. Όμως, όποια παντρεμένη νέα κοπέλα κι αν ρωτήσεις ποιο είναι το όνειρό της, θα σου απαντήσει πως είναι να τελειώσει το σχολείο, να πάει στο πανεπιστήμιο και να συνεχίσει να ονειρεύεται το μέλλον της. Μόνο που μετά τον γάμο τα όνειρα αυτά τελειώνουν. Πραγματικά θα ήθελα να μάθω ποια είναι η άποψη των αντρών στην παρέα μας σχετικά με τον ρόλο της γυναίκας στη σημερινή κοινωνία.

Πάντως, πιστεύω ότι η γυναίκα, ακόμα και να βγει από το σπίτι, και να εργάζεται, ποτέ δεν θα έχει τα ίδια δικαιώματα με τους άντρες. Στο τέλος, θα πρέπει να είναι στο σπίτι, να μαγειρεύει, να πλένει, να μεγαλώνει τα παιδιά, δηλαδή και πάλι όλη η πίεση του σπιτιού θα είναι επάνω της. Ακόμα και η θρησκεία αντιμετωπίζει διαφορετικά τα δύο φύλα. Εγώ είμαι χριστιανή. Η θρησκεία μου [μού] λέει ότι, άμα αρρωστήσει η γυναίκα, ο άντρας έχει το δικαίωμα να ξαναπαντρευτεί. Το αντίθετο όμως δεν ισχύει. Γνωρίζω πολλές γυναίκες στη Συρία που έχουν χάσει τον άντρα τους και συνεχίζουν τη ζωή τους και μεγαλώνουν τα παιδιά τους, χωρίς καμία υποστήριξη, χωρίς να έχουν ξαναπαντρευτεί.

Μια που ανέφερα τη θρησκεία, το έργο με τον Παρθενώνα, του Αλέξανδρου Γεωργίου2, με έκανε να σκεφτώ ότι ακόμη και σήμερα, σε συνθήκες κρίσης ή πολέμου, εξακολουθούμε να καταφεύγουμε στους ναούς – είτε πρόκειται για τζαμί, είτε για εκκλησία – και να προσευχόμαστε. Κι ενώ όλοι έχουμε κοινό αυτό το αίσθημα πίστης προς τον Θεό, συμβαίνουν πολύ άσχημα πράγματα. Θα σας πω ένα παράδειγμα από αυτά που συμβαίνουν στη Συρία: η οικογένειά μου και εγώ είχαμε τη συνήθεια κάθε Κυριακή να πηγαίνουμε στην εκκλησία. Μας συμβούλεψαν να μην πηγαίνουμε όλοι στην ίδια εκκλησία, αλλά ο καθένας σε διαφορετική, γιατί συχνά γίνονται επιθέσεις. Οποιαδήποτε στιγμή μπορεί να συμβεί έκρηξη σε μία εκκλησία, ιδιαίτερα τις ημέρες των εορτών, κι έτσι μπορεί να χαθεί ολόκληρη η οικογένεια. Πηγαίναμε, λοιπόν, σε διαφορετικές εκκλησίες, ξέροντας ότι υπήρχε η πιθανότητα κάποιο μέλος της οικογένειας να μην επιστρέψει σπίτι. Ήταν τρομερό! Ιδιαίτερα το τελευταίο διάστημα, πηγαίναμε για εκκλησιασμό παρά πολύ φοβισμένοι.

Αυτά συμβαίνουν στην πατρίδα μου. Εδώ στην Αθήνα βλέπω να συμβαίνουν άλλα δυσάρεστα. Για παράδειγμα, βλέπω στο πεζοδρόμιο ενέσεις πεταμένες και νέα παιδιά να κάνουν χρήση ναρκωτικών. Αυτό είναι κάτι που δεν είχα ποτέ ξαναδεί και με τρομάζει. Θέλω όμως να πω, πως, όπως στο γκρίζο έργο του Γεωργίου, ο Παρθενώνας ξεχωρίζει με το λαμπερό κίτρινο χρώμα του, έτσι και καθένας από εμάς, σε όποια θρησκεία κι αν πιστεύει, πρέπει να προσπαθήσει για μια θετική αλλαγή καταρχήν μέσα του. Και πως όσο σκοτεινός και αν είναι ο δρόμος που έχουμε μέχρι τώρα διανύσει, πάντα στο τέλος του θα υπάρχει ένα φως.

 

Αναφέρεται στο έργο Ιστία, 1981-1982.
Αναφέρεται στο έργο Αθήνα, Παρθενώνας, 2007-2008.